μυθομανία

μυθομανία
η
1) страсть выдумывать или рассказывать фантастические истории, приключения; 2) мед. мифомания

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μυθομανία" в других словарях:

  • μυθομανία — η παθολογική τάση στο να επινοεί κάποιος φανταστικές ή πλαστές διηγήσεις: Με τη μυθομανία του κατάφερνε να εντυπωσιάζει τις γυναίκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυθομανία — η ιατρ. ιδιοσυγκρασιακή τάση για πλάσιμο ψευδών και μυθευμάτων, τής οποίας διακρίνονται, σύμφωνα με τον αρχικό ορισμό της, τρεις τύποι, η ματαιόδοξη, η κακεντρεχής και η διεστραμμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. γαλλ. mythomanie (< μύθος +… …   Dictionary of Greek

  • μυθομανιακός — ή, ό [μυθομανία] ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μυθομανία («μυθομανιακή συμπεριφορά») …   Dictionary of Greek

  • μυθομανής — ές αυτός που πάσχει από μυθομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύθος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. κλεπτο μανής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»